- φοινίκουλο
- και φαινίκουλο, το, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια απιίδες ή σκιαδοφόρα, τής τάξης κορνώδη, με τρία είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι το μάραθο.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. νεολατ. foeniculum < λατ. foeniculum «μάραθο»].
Dictionary of Greek. 2013.